- ἐναυλίζοντι
- ἐναυλίζωpres part act masc/neut dat sgἐναυλίζωpres ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυλλάς — άδος, ἡ, Α 1. το φύλλωμα, η φυλλωσιά («ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ ἐς δόμους», Αισχύλ.) 2. κλαδί με φύλλα («δεσμὸν δ ἄδεσμον τόνδ ἔχουσα», Ευρ.) 3. σωρός, στρώμα από φύλλα («στιπτή τε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ», Σοφ.) 4. έδεσμα από χλωρά λαχανικά … Dictionary of Greek